Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010
Μέσα από το Γυαλί της Ευθυμίας Δεσποτάκη
Το παρακάτω κείμενο το έγραψα όταν μου ζητήθηκε από την ίδια τη συγγραφέα (και προσωπικής μου φίλης) για την παρουσίαση του βιβλίου της που έλαβε χώρο στο βιβλιοπωλείο Cube τον Απρίλιο του 2008, τότε που το Cube βρισκόταν ακόμα στην Εμ. Μπενάκη, προφέροντας χώρο για εκδηλώσεις στο φημισμένο πια πατάρι του. Η παρουσίαση αυτή είναι μάλλον κάτι ασυνήθιστο μιας και έχει τη μορφή μιας φανταστικής ιστορίας. Ήταν όμως ιδιαίτερα απολαυστική, τόσο για εμένα όταν την έγραφα όσο και για το κοινό που την άκουσε, όπως αντίστοιχα απολαυστικές είναι οι δέκα ιστορίες που περιέχονται στο μικρό αυτό βιβλιαράκι της Ευθυμίας. Μέχρι και σήμερα θεωρώ το Μέσα από το Γυαλί ένα από τα ιδιαίτερα βιβλία του Φανταστικού (όχι μόνο του Ελληνικού) και πιστεύω πως για ένα τέτοιο "νεραιδοβιβλίο" ετούτη η "παραμυθένια" ιστορία που έγραψα για να το παρουσιάσω, του ταιριάζει απόλυτα.
Δεν ξέρω βέβαια κατά πόσο κατατοπιστική είναι μια τέτοια παρουσίαση για τους ενδιαφερόμενους αναγνώστες, σίγουρα πάντως έγραψα πολύ λίγα για ένα τόσο όμορφο έργο. Προτίνω πάντως στους φίλους του Φανταστικού (αλλά και σε εκείνους που δεν είναι τόσο εξικοιωμένοι, όπου τύχει να συναντήσουν το βιβλίο της Ευθυμίας, να το πάρουν και να το διαβάσουν. Οι ονειροπόλοι σίγουρα θα το λατρέψουν.
Μέσα από το Γυαλί
Βιβλιοπαρουσίαση σαν παραμύθι...!
Πριν ξεκινήσω την παρουσίαση του βιβλίου της Ευθυμίας, θα σας αναφέρω ένα γεγονός που μου συνέβη εχθές σε ένα στενάχωρο βιβλιοπωλείο του Πειραιά. Όπως χάζευα τα βιβλία ακούω από δίπλα μου τη φωνή ενός άντρα, κουστουμαρισμένου με τη γραβατούλα του να συζητά με τη γυναίκα του σχετικά με το τι βιβλίο θα έπαιρναν σε κάποιο του συγγενικό πρόσωπο, λογικά σε κάποιο παιδί.
«Σιγά μην του πάρω παραμύθι.», είπε ο κουστουμαρισμένος άντρας. «Δεν θέλω να τον αποβλακώσω, θέλω να του πάρω κάτι να τον κάνει σπίρτο.»
Για άλλη μια φορά λοιπόν βρέθηκα αντιμέτωπος με τη σκληρότητα των ανθρώπων απέναντι στη λογοτεχνία του φανταστικού και στον υποβιβασμό της στο υπέρλαμπρο κρατίδιο που ζούμε. Σύμφωνα με τη θεωρία του «ανοιχτόμυαλου» πατέρα, θείου, νονού, όπως και πολλών άλλων σαν και αυτόν, τα παραμύθια και το φανταστικό γενικά, υπάρχουν για να αποβλακώνουν τα παιδιά μας, άρα είναι επικίνδυνο για αυτά να τα διαβάζουν…
Ευτυχώς όμως κάποιοι άνθρωποι δεν λογαριάζουν τέτοιου είδους ανοησίες και ούτε σκοπεύουν να γαλουχήσουν γενιές σύμφωνα με τις δικές τους αντιλήψεις. Κρατούν ακόμα τον ρομαντισμό, την ευαισθησία και το μεγαλύτερο όπλο που είχαμε όλοι από παιδιά, ασχέτως αν κάποιοι από εμάς το έχασαν στην μετέπειτα μάχη της ζωής: τη Φαντασία. Και ένας από τους ανθρώπους αυτούς, είναι η Ευθυμία Δεσποτάκη που μας δήλωσε το συγγραφικό παρόν της με το πρώτο της βιβλίο Μέσα Από το Γυαλί.
Τι είναι το Γυαλί; Σίγουρα όχι αυτό που βλέπουν όλοι μέρα νύχτα σπίτι τους, εννοώ την τηλεόραση. Είναι ένα γυαλί διαφορετικό, ένας κρύσταλλος με δύναμη μοναδική να σε παρασέρνει και να σε μεταφέρει σε έναν άλλο κόσμο, περασμένο όμως όχι ξεχασμένο. Κι εκεί μπορείς να δεις πλάσματα μυθικά και όμορφα και να ακούσεις ιστορίες σαν εκείνες που λέγαμε παλιά, προτού κατοικήσουμε σε τσιμεντένιους πύργους κάτω από το μολυσμένο αέρα. Ιστορίες για στοιχειά, μάγισσες, νεράιδες, ξωθιές, λαμπρά βασίλεια και σκοτεινά μέρη, μαγικά βοτάνια, ανολοκλήρωτες αγάπες, ερωτευμένους κρυφούς εραστές και φθονερούς αντίζηλους.
Τώρα εσείς που με ακούτε θα λέτε από μέσα σας: τι λέει ο παλαβός; Μήπως είχε δίκιο τελικά εκείνος ο κουστουμαρισμένος κύριος; Αν όμως ανοίξετε κι εσείς το βιβλίο της Ευθυμίας και διαβάσετε σκόρπια ότι πετύχετε μέσα από ένα σύντομο ξεφύλλισμα, θα καταλάβετε.
Ακούστε τώρα την ιστορία μου.
Η λογοτεχνία του φανταστικού είναι ένα μια τεράστια πεδιάδα με απλωμένα καραβάνια και μικρές φωτιές σύναξης. Εγώ ταξιδεύω συχνά εκεί, συντροφιά με τον αντιδραστικό δίδυμο εαυτό μου που του αρέσει να σατιρίζει. Εκεί βρίσκουμε πάντα κάποιον αφηγητή να μας καλεί να ακούσουμε τις ιστορίες του. Οι πιο πολλοί έχουν να πουν για μοναχικούς ήρωες, συντροφιές, μακρινά ταξίδια, μαγικά αντικείμενα, επικές μάχες και σκοτεινούς άρχοντες. Όποτε πλησιάζω κάποιον γέρο (τις πιο πολλές φορές)-αφηγητή ξέρω πως θα καθίσω εκεί για μέρες ίσως κα ι μήνες μέχρι τα όσα έχει να μου πει να φτάσουν στο τέλος του. Είναι εκεί όπου ο αντιδραστικός μου δίδυμος βγάζει την ταμπέλα που γράφει τριλογία και με σκουντάει να φύγουμε. Εγώ όμως μένω.
Να όμως που πρόσφατα, ταξιδεύοντας και πάλι στο ατελείωτο καραβάνι του φανταστικού, γνώρισα κάτι νέο. Κάτι νέο που όμως έδειχνε τόσο παλιό, αρχαίο και αγαπητό, σαν νοσταλγία των γλυκών περασμένων. Μία νεράιδα στάθηκε μπροστά μου, ντυμένη με φύλλα, περίεργα μαλλιά και δυο μεγάλα κατάμαυρα μάτια πάνω και με ένα ζωηρό χαμόγελο και μου έγνεψε να την ακολουθήσω. Ένας αέρας ελληνικός τη φύσαγε και ένα άρωμα Ανατολής με τύλιξε όσο ήμουν κοντά της. Την ακολούθησα για να δω τι πλάσμα ήταν εκείνο και για να βρω ποιος αφηγητής την είχε στείλει
Δεν ήταν αφηγητής. Αφηγήτρια ήταν. Δεν μπορούσα να τη δω καλά διότι ένας φωτεινός κρύσταλλος την έκρυβε και ήταν κόσμος μαζεμένος εκεί που την περίμενε να πει ένα παραμύθι. Ο αντιδραστικός μου δίδυμος τότε ξίνισε και μου είπε:
«Ωχ, γυναίκα είναι! Πάμε να φύγουμε γιατί δεν έχω όρεξη να ακούω για χαμένες αγάπες και απατημένες συζύγους…»
Κι όμως ήταν κάτι που με έκανε να μην ακούσω το σύντροφο μου. Τα εισαγωγικά λόγια της αφηγήτριας και ο τρόπος με τον οποίο τα μιλούσε. Είχε φωνή νεαρή, δροσερή και ζωηρή όμως το ύφος της θύμιζε γιαγιά σοφή, από εκείνες που σου εξιστορούν τα παραμύθια από το χωριό και δεν θέλεις να τελειώσουν. Τέτοια τέχνη κατείχε.
«Καλώς τους!» μας είπε. «Δέκα ιστορίες μικρές έχω να σας πω, μα εσείς ακούστε μόνο μία.
«Ας είναι…» λέω στο δίδυμο μου, «ας ακούσουμε τη μία».
Έλα όμως που ήταν δύσκολο να αρκεστώ στο πρώτο παραμύθι. Η ιστορία με το νησί Γγιν και τις δύο κοπέλες, την Αγίντ και την Κρέγκαβον με δένει και με προκαλεί να ακούσω ένα ακόμη παραμύθι. Η αφηγήτρια συνεχίζει και μου λέει για τα κατάμαυρα νερά της Καστροπηγάδας και για τα Υπόλοιπα της Ευτυχίας. Για πονεμένες γυναίκες, όμορφες σαν θέαινες και σαγηνευτικές σαν νύμφες που όσο η ιστορία συνεχίζεται νιώθω να μου καταλαμβάνουν τη σκέψη και τη μνήμη.
«Άντε!» μου φώναξε ο δίδυμος. «Μία ιστορία, είπαμε, δεν θα κάτσουμε να τις ακούσουμε και όλες». Όμως κάτι μου είχε κάνει αυτή τη πλανεύτρα παραμυθατζού πίσω από τον Κρύσταλλο και θέλησα να ακούσω άλλο ένα.
Και ανταμείφθηκα για την υπομονή μου. Το Μαρμαρένιο Κατώφλι ήταν ένα από τα καλύτερα παραμύθια που έμαθα τα τελευταία χρόνια. Είχε μέσα του μαγεία λαϊκή και δύναμη διαχρονική σαν μύθος. Μα ποια είναι αυτή η αφηγήτρια πια και από πότε υπάρχει, αναρωτήθηκα. Έπειτα από το Μαρμαρένιο Κατώφλι πως θα μπορούσα να φύγω από κοντά της;
«Άλλο ένα, άλλο ένα και φεύγουμε!», είπα στο δίδυμο και αυτός γκρίνιαξε. Και η αφηγήτρια μετά χαράς συνέχισε. Μας είπε για τον Εραστή στη Στάχτη, την γλυκόπικρη ιστορία του Ασγκιέρη και της Αλάι, μια τραγωδία που δύσκολα μπορεί να ξεχάσει κανείς πόσο μάλλον όταν έχει μεγαλώσει με αρχαίους μύθους Ελλήνων τραγωδών. Τι κόσμος, τι ατμόσφαιρα, τι συναίσθημα ήταν αυτό που με κέντρισε όταν άκουγα το παραμύθι! Θεώρησα πια πως ήμουν καλυμμένος και ότι μπορούσα να φύγω.
«Εντάξει.» είπα στον αντιδραστικό μου σύντροφο. «Μπορούμε πια να φύγουμε.»
«Από τώρα; Κάτσε βρε, τώρα αρχίζει το καλό!» μου απάντησε. Τότε ήταν που πείστηκα ότι η αφηγήτρια είχε μια τρομερή δύναμη να παρασέρνει στα μαγικά της δίχτυα ακόμα και τους πιο διστακτικούς!
Και έτσι μείναμε και ακούσαμε όλα της τα παραμύθια ως το τέλος. Ακούσαμε για το Κορίτσι στο Μιναρέ, για το Δώρο των Θεών και τα Φυτά του Κάτω Κόσμου. Για τις γυναίκες της Σακχάης που περπατούν λικνιστά και μαγεύουν χωριά και πόλεις στο πέρασμα τους, για την ηλιόλουστη χώρα του Μοντλίβολιτς που μου θύμισε τα παιδικά μου χρόνια και την προσμονή του καλοκαιριού. Μας είπε και για την Νοτάλα, την Άμμος, τον Νίρντε και την Μέμνεγια μέσα από τις Ιστορίες των Νεφών και των Ανέμων, ένα άριστο φινάλε που αντάμειψε την προσμονή μας εκεί, μπροστά από τον κρύσταλλο.
«Τι; Μόνο αυτά;», ρώτησε ο αντιδραστικός μου δίδυμος.
«Αυτά για την ώρα.», απάντησε η αφηγήτρια. «Δέκα ιστορίες έχω να σας πω, μα να ξέρετε πως κάποτε θα έχω περισσότερες.»
Φεύγοντας, εγκαταλείποντας λίγο-λίγο εκείνο το μυστήριο γυαλί, τη νεραίδα που με οδήγησε εκεί και την αφηγήτρια, την άλλοτε ρομαντική, άλλοτε εύθυμη, άλλοτε άπονη και άλλοτε ευαίσθητη που με πλάνεψε με τόση μαστοριά, συνειδητοποίησα πως είχα κερδίσει κάτι. Κάτι διαφορετικό από εκείνο που περίμενα στην αρχή, κάτι αλλιώτικο από αυτό που με έκανε να διστάζω να πλησιάσω. Όμως τη στιγμή που έφευγα άκουσα την ξωθιά εκείνη αφηγήτρια να μου λέει:
«Θα είμαι εδώ αν ποτέ περάσεις ξανά από το καραβάνι. Εγώ και οι ιστορίες μου θα σε περιμένουμε.»
Αυτή ήταν λοιπόν η εμπειρία μου με την Ευθυμία γνωστή και ως Ναρουάλις. Ότι και να πω επιπλέον είτε θα είναι λίγο είτε θα είναι πολύ και δεν θέλω να σας το χαλάσω. Αφήστε τη νεραιδούλα να σας οδηγήσει κοντά στο Γυαλί και θα πείτε εσείς τα όσα δεν σας μαρτυρώ εγώ απόψε.
Γιώργος Χατζηκυριάκος
διαβάστηκε στις 10 Απριλίου 2008
στο βιβλιοπωλείο Cube
στο διήμερο Φαντασίας
για λογαριασμό των εκδόσεων Συμπαντικές Διαδρομές
Έχουν περάσει δύο χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο της Ευθυμίας. Από τότε έχει γράψει τρία μυθιστορήματα επικού φάνταζι με προτότυπες ιδέες (ειδικά το τελευταίο της), έχοντας αντλήσει ιδέες από την ελληνική μυθολογία, ιστορία και παράδοση. Δυστυχώς, στην προσπάθεια της να εκδώσει κάποιο από αυτά, παρά το το μεγάλο συγγραφικό ταλέντο της, κανένας εκδότης δεν της έδωσε την ευκαιρία να πει μια ακόμα ιστορία στο ευρύ κοινό. Ελπίζω μια μέρα κάποιος εκδοτικός δίχως προσβλήματα στην ανάγνωση ή στα μάτια να εκτιμήσει τα έργα και την αγάπη της για τη λογοτεχνία και το φανταστικό.